θέρειος

θέρειος
θέρειος, α, ον, also ος, ον Ael. (v. infr.): ([etym.] θέρος):—
A of summer, in summer, αὐχμὸς θ. summer-drought, Emp.111.7;

δρέπανον Orph.H. 40.11

; καρποί ib.18;

θέρειος ὥρα Ael.NA2.25

.
II θερεία, [dialect] Ion. -είη (sc. ὥρα), ,= θέρος, summer-time, summer, Hdt.1.189, Arist. Mir.841a25, Plb.5.1.3, al., PTeb.27.60 (ii B.C.), D.S.19.58 ([etym.] θερίᾳ) ; θερείης in summer, Nic.Fr.81; μεσούσης θ. D.H.1.63;

ὑπὸ τὴν θερείαν D.S.3.24

: pl.,

θερείαις Pi.I.2.41

.
III [comp] Sup. θερείτατος, η, ον, very hot, Arat.149, Nic.Th.460.—In Prose θερινός is the more common form.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θέρειος — θέρειος, ον, θηλ. και θερεία και ιων. τ. θερείη, ή (Α) [θέρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός («αύχμος θέρειος» θερινή ξηρασία, Εμπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θερεία ή ιων. ή θερείη (ενν. ώρα) το θέρος 3. (το υπερθ.) θερείτατος …   Dictionary of Greek

  • θέρειος — of summer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρειον — θέρειος of summer masc acc sg θέρειος of summer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειοτάτη — θέρειος of summer fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειοτάτου — θέρειος of summer masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειᾶν — θέρειος of summer masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειότατος — θέρειος of summer masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειότερος — θέρειος of summer masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερείαις — θέρειος of summer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερείην — θέρειος of summer fem acc sg (epic ionic) θέρω heat aor opt pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερείης — θέρειος of summer fem gen sg (epic ionic) θέρω heat aor opt pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”